- ασύνταχτος
- -η, -οεπίρρ. -α1. αυτός που δεν έχει σε τάξη τοποθετημένους όσους τον αποτελούν, ασυγκρότητος, ανοργάνωτος: Το πλήθος, ασύνταχτο καθώς ήταν, εύκολα διαλύθηκε από το στρατό.2. αυτός που είναι συντακτικά λανθασμένος: Δεν την περίμενα τόσο ασύνταχτη την έκθεσή σου.3. αυτός που δεν έχει ακόμη συνταχθεί, γραφτεί: Είχε ασύνταχτη την αναφορά του πάνω στο ζήτημα αυτό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.